οβελός

οβελός
ο
1. ξύλινη ή σιδερένια σούβλα.
2. μεταλλική βέργα για τον καθαρισμό του τουφεκιού.
3. (γραμμ.) οριζόντια μικρή γραμμή που σημειώνεται στο περιθώριο και δείχνει τη νοθεία κειμένου ή τμήματός του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀβελός — spit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβελός — ο (ΑΜ ὀβελός, Α δωρ. τ. ὀβελός, θεσσ. τ. ὀβελλός) 1. σιδερένια ή ξύλινη λεπτή, αιχμηρή και επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία ψήνονται, αφού διαπεραστούν, τεμάχια κρέατος ή και ολόκληρα σφάγια, η σούβλα 2. μικρή οριζόντια γραμμή ( ) ή βέλος με το… …   Dictionary of Greek

  • ὀβελοῖς — ὀβελός spit masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελοῖσι — ὀβελός spit masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελοῖσιν — ὀβελός spit masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελοί — ὀβελός spit masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελοῦ — ὀβελός spit masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελούς — ὀβελός spit masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελῶν — ὀβελός spit masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελῷ — ὀβελός spit masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”